ψηφάω

ψηφάω
ψηφάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε ), ψήφησα βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
ψηφάω : (κυρίως με άρνηση) λογαριάζω, υπολογίζω.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψηφάω — βλ. ψηφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηφώ — και ψηφάω ψήφησα 1. δίνω σημασία, λογαριάζω. 2. σέβομαι, εκτιμώ: Δεν ψηφάει κανένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”